ΚΟΝΣΤΑΝΤΕΝ ΣΑΜΟΥΕΛ ΡΑΦΙΝΕΣΚ (1783–1840): ΠΑΡΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΗ ΙΔΙΟΦΥΙΑ-ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΗΤΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΜΑΓΙΑ

 

Κονσταντέν Σαμουέλ Ραφινέσκ (1783-180)

[Απόσπασμα από το βιβλίο του Κατελή Βίγκλα, Ιστορία της Αποκρυπτογράφησης της Γραφής των Μάγια, εκδ. Per Aspera Ad Astra, Βόλος 2016, 143-147].

Στις αρχές του 19ου αιώνα, η επιτυχημένη αποκρυπτογράφηση των αιγυπτιακών ιερογλυφικών από τον Ζαν Φρανσουά Σαμπολιόν ώθησε πολλούς ερευνητές να εστιάσουν την προσοχή τους και σε άλλες αρχαίες γραφές. Μια από τις πρώτες προσπάθειες για την αποκρυπτογράφηση της γραφής των Μάγια πραγματοποιηθηκε από τον πολυμαθή Κονσταντέν Σαμουέλ Ραφινέσκ (1783–1840) που γεννήθηκε από έναν Γάλλο έμπορο και μια Γερμανίδα στο προάστιο Γαλατά της Κωνσταντινούπολης στις 22 Οκτωβρίου 1783. Ο Ραφινέσκ έδειξε παιδιόθεν τις ικανότητές του ως φυσιοδίφης και μετέβη στις ΗΠΑ με στόχο να μελετήσει φυσικές επιστήμες το 1802. Αφού μετέβη στην Ευρώπη το 1805, αφιερώθηκε στη μελέτη των μεσογειακών ιχθύων και μαλακίων. Έπειτα, επέστρεψε στις ΗΠΑ, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Ραφινέσκ ήταν εκκεντρικός και συχνά παρουσιάζεται από τους ιστορικούς και βιογράφους του ως ένα προικισμένο άτομο με διανοητικές επιδόσεις πέραν του κανονικού. Επίσης, υπήρξε αυτοδίδακτος και πολυγραφότατος, δείχνοντας εξαιρετικές ικανότητες σε ποικίλους τομείς γνώσης, όπως στη ζωολογία, στη βοτανική, στη γλωσσολογία, στην ανθρωπολογία, στη βιολογία και στη γεωγραφία, ενώ δεν αναγνωρίστηκε ιδιαίτερα σε καμία από αυτές τις ειδικότητες κατά τη διάρκεια της ζωής του. Σήμερα, οι μελετητές συμφωνούν ότι βρισκόταν πολύ μπροστά από την εποχή του σε πολλούς επιστημονικούς τομείς. Μια γνωστή θεωρία που υποστήριξε ήταν ότι οι πρόγονοι των γηγενών Αμερικανών μετανάστευσαν διαμέσου του Βερίγγειου Πορθμού από την Ασία στη Βόρειο Αμερική.



Ο Ραφινέσκ ήταν σκαπανέας της μελέτης της γραφής των Μάγια, προβαίνοντας σε πολλές πετυχημένες παρατηρήσεις, κυρίως ως προς τη χρήση της γραμμής και της τελείας στο σύστημα αρίθμησης.[1] Ακόμη, παρατήρησε ότι οι επιγραφές του Παλένκε και η γραφή του Κώδικα της Δρέσδης είχαν κοινούς χαρακτήρες. Πίστευε πως η γλώσσα των Μάγια επιβίωνε στην Κεντρική Αμερική και ότι η πληροφορία αυτή θα βοηθούσε τους αποκρυπτογράφους. Τέλος, υπέθεσε ότι, αν τα χειρόγραφα μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν, το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με τις επιγραφές των μνημείων.

Οι έρευνες του Ραφινέσκ χαρακτηρίζονταν από ένα διαρκές ενδιαφέρον για τις γηγενείς αμερικανικές γλώσσες, μέσω των οποίων ήλπιζε να ανακαλύψει νέα στοιχεία για την προϊστορία της Αμερικής. Εξέφρασε το ενδιαφέρον του στο έντυπο Saturday Evening Post, ιδιαίτερα σε τέσσερις ανοιχτές επιστολές που απηύθυνε στον Τζαίημς Χιου Μακάλοου (1791–1869), οι οποίες εκτυπώθηκαν στη Φιλαδέλφεια το 1828. Πιθανόν ο Μακάλοου να ήρθε σε επαφή μαζί του, αφότου διάβασε μια προηγούμενη επιστολή του της 1ης Ιανουαρίου 1827 προς τον Πήτερ Σ. Ντυ Πονσό, η οποία αποτελεί την πρώτη γνωστή έντυπη εργασία που πραγματεύεται την αρχαία ιερογλυφική γραφή των Μάγια.[2]

Ο Μακάλοου,[3] ο οποίος ήταν γιατρός του πανεπιστημίου της Πενσυλβανία, υπηρέτησε ως στρατιωτικός χειρουργός στον πόλεμο του 1812, αφιερώνοντας τον ελεύθερο χρόνο του στην έρευνα της προέλευσης των γηγενών Αμερικανών. Το πρώτο του βιβλίο για το θέμα ήταν το Έρευνα περί της Αμερικής (1816), που κάλυπτε ένα μεγάλο εύρος παρόμοιας θεματολογίας. Ο Μακάλοου έλαβε υπόψη το υλικό που περιείχαν οι επιστολές του Ραφινέσκ, καθώς και την προσωπική αλληλογραφία του με εκείνον, προχωρώντας σε μια αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Φιλοσοφική και Αρχαιοδιφική Έρευνα σχετικά με την Ιστορία των Γηγενών της Αμερικής (Βαλτιμόρη 1829). Έτσι κατόρθωσε να προσφέρει μια επισκόπηση των γνωστών δεδομένων στην εποχή του για την προϊστορική Αμερική. Στο βιβλίο του αναγνώρισε τη βοήθεια του Ραφινέσκ. Επίσης, επρόκειτο για το πρώτο έργο που περιείχε εκτύπωση των δέκα ιερογλυφικών από τη Στήλη του Ναού του Σταυρού του Παλένκε, η οποία τρία έτη αργότερα κατέστη το κλειδί για την προσπάθεια του Ραφινέσκ να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά της γραφής των Μάγια.[4]

Η δεύτερη δημοσιευμένη επιστολή του Ραφινέσκ προς τον Μακάλοου θεωρήθηκε μια σημαντική ιστοριογραφική μελέτη του Παλένκε.[5] Ο Ραφινέσκ υπέθεσε την ύπαρξη μιας αρχαίας αμερικανικής αλφαβητικής γραφής και την πίστη σε μια τριάδα θεοτήτων. Η ιδέα περί τριάδας προερχόταν από το έργο του Τζον Ν. Κλίφορντ Ινδιάνικες Αρχαιότητες,[6] το οποίο είχε κυκλοφορήσει μια δεκαετία νωρίτερα. Η κυριότερη πάντως συμβολή του Ραφινέσκ είχε ήδη πραγματοποιηθεί με τη μορφή δύο επιστολών στα φύλλα Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 1832 της εφημερίδας Ατλαντικό Περιοδικό των Φίλων της Γνώσης[7] που εξέδιδε ο ίδιος, προς τον αιγυπτιολόγο Ζαν Φρανσουά Σαμπολιόν, οι οποίες όμως δεν εστάλησαν ποτέ. Η συζήτηση του Ραφινέσκ για τη φύση της γραπτής μορφής της γλώσσας των Μάγια στηριζόταν σε δέκα ιερογλυφικά, τα οποία εμφανίζονται κάτω από ένα βέλος που υπάρχει στην άνω δεξιά γωνία της Στήλης του Ναού του Σταυρού του Παλένκε και αναπαριστάνονταν με τη μορφή των χαρακτικών του Βαλντέκ στην Περιγραφή των Ερειπίων μιας Αρχαίας Πόλης του Αντόνιο δελ Ρίο. Αντίθετα από τον Σαμπολιόν, ο οποίος είχε παρόμοια κείμενα τριών γλωσσών στη Στήλη της Ροζέτας, ο Ραφινέσκ είχε στη διάθεσή του ένα άγνωστο κείμενο σε μια μόνο γλώσσα.[8]



[1] Stephen Houston–Oswaldo Chinchilla Marazieros–David Stuart, The decipherment of ancient maya writing, University of Oklahoma Press, Norman 2001, 45.

[2] Charles Boewe, The Life of C.S. Rafinesque. A Man of Uncommon Zeal, American Philosophical Society, Philadelphia 2011, 334335. Πρβλ. George E. Stuart, “The Beginning of Maya Hieroglyphic Study: Contributions of Constantine S. Rafinesque and James H. McCulloh, Jr.”, Research Reports on Ancient Maya Writing 29, Center for Maya Research, Washington, D.C., 1989, 1128.

[3] Η κύρια συνεισφορά του Μακάλοου συνίστατο στο ότι ταύτισε τις σελίδες του Κώδικα της Δρέσδης, που δημοσίευσε ο Χούμπολτ (1810), με το είδος της γραφής που εμφανιζόταν στα κείμενα του Παλένκε, γνωστά από τη δημοσίευση του Αντόνιο δελ Ρίο (1822). Επίσης, ο Μακάλοου υποστήριξε ότι αυτός ο τύπος γραφής διέφερε από άλλους μεξικανικούς κώδικες. Βλ. Stephen Houston–Oswaldo Chinchilla Marazieros–David Stuart, The decipherment of ancient Μaya writing, ό.π., 54.

[4] Charles Boewe, The Life of C.S. Rafinesque. A Man of Uncommon Zeal, ό.π., 335.

[5] Συγκεκριμένα αναφέρθηκε ως ένα «έλασσον αριστούργημα της ιστοριογραφίας του Παλένκε». Βλ. George E. Stuart, “The Beginning of Maya Hieroglyphic Study: Contributions of Constantine S. Rafinesque and James H. McCulloh, Jr.”, ό.π., 18.

[6] Charles Boewe, John Clifford’s Indian Antiquities: Related Material By C.S. Rafinesque, University of Tennessee Press, Knoxville 2000, xxiii.

[7] Η εφημερίδα αυτή εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1832 και συνεχίστηκε επί δύο έτη. Στο έτος της έκδοσης του πρώτου φύλλου, ο Ραφινέσκ είχε αλληλογραφία με δύο άτομα από το Μεξικό, προσπαθώντας να πετύχει την αποκρυπτογράφηση του κώδικα των Μάγια. Βλ. Charles Boewe, The Correspondence of C. S. Rafinesque, American Philosophical Society, Philadelphia 2011, xxviii. DVDROM.

[8] Charles Boewe, The Life of C.S. Rafinesque. A Man of Uncommon Zeal, ό.π., 335337.

Comments

Popular posts from this blog

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΠΑΝ

ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΩΝ ΜΑΓΙΑ

ΕΛ ΚΑΣΤΙΓΙΟ Η ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥΛΚΑΝ