ΟΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ

Παρατίθεται το τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Οι αντιλήψεις για τη γραφή των Μάγια κατά τον 16ο αιώνα» από το βιβλίο Ιστορία της αποκρυπτογράφησης της γραφής των Μάγια, εκδ. Per Aspera Ad Astra, Βόλος 2016, σελ. 109-116.

Μια από τις παλαιότερες, αν και ασαφής, αναφορά στη γραφή των Μάγια περιέχεται στα κείμενα του Τομάς Λόπεζ Μεδέλ (1509–1582). Το κεφάλαιο «Στοχασμός σχετικά με τις Ινδίες» του εκτενούς έργου Πραγματεία περί των Τριών Στοιχείων, Αέρα, Νερού και Γης που ο Μεδέλ συνέγραψε στην Ισπανία περί το 1565, είναι προϊόν ενός έμπειρου γραφειοκράτη, ο οποίος υπηρέτησε το ισπανικό στέμμα ως δικαστής στο Μεξικό, στη Γουατεμάλα και στην Κολομβία. Το κεφάλαιο «Στοχασμός σχετικά με τις Ινδίες» αποτελεί την αποκορύφωση μιας σειράς κειμένων, με τα οποία ο Μεδέλ άσκησε ανοιχτά κριτική στην αποικιοκρατική κοινωνία και πρότεινε τρόπους για την αναμόρφωσή της. Πρόκειται για ένα κείμενο που περιλαμβάνει συζήτηση για τη γραφή των προκολομβιανών λαών, η οποία ξεκινά από τον σχολιασμό των περουβιανών quipus[1] και τα ζωγραφισμένα μεξικανικά χειρόγραφα. Η συζήτηση ολοκληρώνεται με την εξής αξιοσημείωτη παρατήρηση: «είναι θαυμαστό, όσον αφορά τα χειρόγραφά των Μάγια, ότι κάποια από αυτά περιέχουν κόμβους και μερικά άλλα ζωγραφιές και εικόνες που περιγράφουν γεγονότα, όπως εμείς ανέκαθεν πράττουμε με τα κείμενά μας».[2]
Ο εντεταλμένος χρονικογράφος του Συμβουλίου των Ινδιών κατά τη Βασιλεία του Καρόλου Ε’, Γκονθάλο Φερνάντεθ ντε Οβιέδο Βαλντές (1478–1557), περιγράφει τα βιβλία των Μάγια ως εξής: «Είχαν βιβλία από περγαμηνή κατασκευασμένα από δέρμα ελαφιών, φαρδιά όσο ένα χέρι ή και παραπάνω και μακριά δέκα ή δώδεκα βήματα… που μάζευαν και δίπλωναν φθάνοντας να έχουν το μέγεθος και τις διαστάσεις ενός χεριού χάρη στα διπλώματά τους… και σε αυτά είχαν ζωγραφίσει με κόκκινο και μαύρο μελάνι τις φιγούρες και τους χαρακτήρες τους κατά τέτοιο τρόπο που αν και δεν συνιστούν υλικό γραφής κι ανάγνωσης, να έχουν νόημα και να μπορεί κανείς να καταλάβει πολύ ξεκάθαρα τι θέλουν να πουν…». Το απόσπασμα αυτό είναι χαρακτηριστικό του τρόπου αντίδρασης των Ευρωπαίων, όταν για πρώτη φορά ήρθαν σε επαφή με τα ιερογλυφικά των Μάγια.[3]
Η αντίληψη που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή ήταν ότι η γραφή αυτή αποτελούσε ένα μνημοτεχνικό σύστημα με εικόνες. Την άποψη αυτή κυρίως υποστήριξε μια αυθεντία για το θέμα, ο Χοσέ ντε Ακόστα (1539–1600), του οποίου η Φυσική και Ηθική Ιστορία των Ινδιών δημοσιεύτηκε το 1590 και σύντομα μεταφράστηκε σε πέντε γλώσσες. Σε αυτό το έργο ο Ακόστα βεβαιώνει τον αναγνώστη ότι «κανένα έθνος των Ινδιών που ανακαλύφθηκε έως τότε δεν χρησιμοποιεί γράμματα και γραφή, παρά μόνο εικόνες και φιγούρες».[4] Επηρεασμένος από τους Κινέζους και τη γλώσσα τους, ο Ακόστα πρέσβευε ότι «οι Μεξικανοί» θυμούνται την αρχαία ιστορία τους χάρη σε βιβλία που περιέχουν ένα είδος γραμμάτων-εικόνων, για να μνημονεύσουν τα κατορθώματα των προγόνων τους. Ακόμη, ο ίδιος αναφέρει ότι ένας νοήμων και έμπειρος Ιησουίτης μετέβη στην επαρχία του Μεξικού και συζήτησε με τους γηγενείς, οι οποίοι του έδειξαν βιβλία που περιείχαν ιστορίες, ημερολόγια και άλλα αξιοθέατα πράγματα, αποτυπωμένα σε ιερογλυφικά. Εκτός των άλλων, σημειώνει ότι οι αρχαίοι κάτοικοι του Μεξικού για την αναπαράσταση του χρόνου ζωγράφιζαν σημεία ή τροχούς, καθένας εκ των οποίων αντιστοιχούσε σε μια χρονολογία, έχοντας στη μια πλευρά του φιγούρες και χαρακτήρες. Για παράδειγμα, για να θυμούνται το έτος κατά το οποίο οι Ισπανοί εισήλθαν στη χώρα τους, ζωγράφισαν πάνω από ένα σημείο έναν άνθρωπο με καπέλο και κόκκινο γιλέκο. Επομένως, ο Ακόστα πίστευε ότι το σύστημα γραφής των Μάγια ήταν ανεπαρκές, καθώς αυτοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πραγματικές λέξεις, αλλά αναφέρονταν μόνο στην ουσία των εννοιών. Τέλος, παραθέτει την πληροφορία ότι η γραφή τους διαβαζόταν από πάνω προς τα κάτω ή κυκλικά.[5]
Ωστόσο, το πλέον σημαντικό κείμενο για τη μελλοντική αποκρυπτογράφηση της γραφής των Μάγια αποτελεί το έργο του επισκόπου Διέγο ντε Λάντα Εξιστόρηση των Πραγμάτων του Γιουκατάν, το οποίο συνέγραψε για να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε δίκη στο Συμβούλιο των Ινδιών, όταν επέστρεψε στην Ισπανία μετά από την Ιερά Εξέταση που είχε διαξάγει στην πόλη Μανί.
Ο Ισπανός επίσκοπος Διέγο ντε Λάντα ρίχνει στην πυρά τα ειδώλια των θεοτήτων των Μάγια σε τοιχογραφία του Φερνάντο Κάστρο Πατσέχο (Κυβερνητικά Ανάκτορα της Μέριδα).
Ο Διέγο ντε Λάντα γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1524 στο Θιφουέντες της Γουαδαλαχάρα της Ισπανίας και προερχόταν από επιφανή οικογένεια. Αφοσιώθηκε παιδιόθεν στη θρησκευτική ζωή και ήταν μόλις δεκαεφτά ετών όταν εισήλθε στο μοναστήρι Σαν Χουάν ντε λος Ρέγιες, πλησίον του Τολέδο. Από το Τάγμα των Φραγκισκανών Μοναχών στάλθηκε στο Γιουκατάν ως ιεραπόστολος το 1549. Φθάνοντας στον Νέο Κόσμο, ο Λάντα διορίσθηκε βοηθός του υπεύθυνου της πανάρχαιης πόλης Ιθαμάλ, όπου λατρευόταν ο θεός Ιντζαμνά. Το 1552 έγινε ο ίδιος υπεύθυνος, αναλαμβάνοντας την επιστασία της κατασκευής του μοναστηριού των Φραγκισκανών. Τέσσερα χρόνια αργότερα ήταν επιβλέπων του Γιουκατάν και μέλος της συνόδου των ιεραρχών στην επαρχία αυτή. Όταν μάλιστα το Γιουκατάν αποτέλεσε ενιαία επαρχία με τη Γουατεμάλα, κύριος υπεύθυνος ορίστηκε ο Λάντα, στις 13 Αυγούστου 1561, έχοντας αποκτήσει φήμη συνετού και επιδέξιου άντρα, χωρίς τίποτε να προοιωνίζει όσα θα επακολουθούσαν αφού αναλάμβανε τα καθήκοντά του.
Αργότερα ο Λάντα άρχισε να καταδιώκει τους ντόπιους που δεν δέχονταν να προσηλυτισθούν. Στην περιοχή αυτή είχαν τιμωρηθεί και στο παρελθόν δύο φορές κρυφές ειδωλολατρικές πρακτικές, η μια μάλιστα από τον ίδιο τον Λάντα (1558) με επιτίμηση. Η τελετουργία της Ιεράς Εξέτασης (Auto-de-fé) στο Μανί στις 12 Ιουλίου 1562 παρέμεινε μέχρι σήμερα ζωντανή στη μνήμη των κατοίκων. Όλα άρχισαν με την έξοδο του θυρωρού του μοναστηριού για κυνήγι. Τα σκυλιά του ανακάλυψαν σε μια σπηλιά ένα πρόσφατα αποκεφαλισμένο ελάφι. Ο Πέδρο Τσε, όπως ονομαζόταν ο θυρωρός που ήταν προσηλυτισμένος ινδιάνος, κατήλθε στα βάθη της σπηλιάς, όπου συνάντησε έναν βωμό και πολυάριθμα είδωλα καλυμμένα με αίμα. Στη συνέχεια, ο Λάντα και ο πολιτικός αρχιδικαστής του Γιουκατάν Διέγο Κιχάδα προέβησαν σε έρευνες, αποφασίζοντας τη σύσταση θρησκευτικού δικαστηρίου, δηλαδή Ιεράς Εξέτασης. Πολλοί μοναχοί στάλθηκαν στα πέριξ χωριά με διαταγή να τιμωρήσουν επιτόπου τις μικρές παραβάσεις, ενώ για τις μεγαλύτερες να στείλουν τους ενόχους στο Μανί. Στις 11 Ιουνίου ο ίδιος ο Λάντα διέταξε τη σύλληψη και την προσαγωγή σε δίκη διαφόρων επιφανών προσώπων ανάμεσα στον κόσμο των ιθαγενών: τους κυβερνήτες του Πεκουγιούτ, του Τεκίτ, του Τικουντσέ, του Ουνακτέ. Στη συνέχεια, ακολούθησε η σύλληψη του Φρανθίσκο ντε Μοντέχο Ξιού, κυβερνήτη του Μανί, του Διέγο Ους, ευγενή του Τεκάξ, του Φρανθίσκο Πακάμπ, ηγεμόνα του Οξκουτσκάμπ και του Χουάν Πετς, προύχοντα της Μάμα. Όλοι τους ήταν βαπτισμένοι χριστιανοί επί χρόνια, αλλά κρυπτοειδωλολάτρες. Το τυπικό της Ιεράς Εξέτασης τηρήθηκε απαρέγκλιτα. Με την έναρξη της δίκης οι κατηγορούμενοι «κεκαρμένοι εν χρω», ενδεδυμένοι με τον ατιμωτικό κοντό μανδύα των προσκυνητών (sanbenito) και τον μυτερό σαν χωνί πίλο υποχρεώθηκαν να παρελάσουν στους δρόμους του Μανί ψάλλοντας με συντριβή το Miserere (Ψαλμός 51, ή 50 στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα).
Πολλοί από τους ιθαγενείς φοβισμένοι κρύφτηκαν στα δάση με την ελπίδα να αποφύγουν τα βασανιστήρια και τις ποινές που θα επακολουθούσαν. Θα αντιμετώπιζαν όμως και κάτι εφιαλτικότερο από τα βασανιστήρια: τη λυσσαλέα αναζήτηση και καταστροφή ειδώλων, θρησκευτικών βιβλίων και λατρευτικών αντικειμένων. Υπολογίζεται ότι καταστράφηκαν 20.000 είδωλα ποικίλων σχημάτων και διαστάσεων, 13 μεγάλοι λίθοι που χρησίμευαν ως βωμοί, 22 μικρότεροι πελεκημένοι λίθοι, 40 βιβλία με σύμβολα και ιερογλυφικά και 197 αγγεία κάθε μεγέθους.[6] Όσον αφορά τα βιβλία, ήταν όλα όσα μπορούσε να ανακαλύψει ο Λάντα, αλλά δεν μπορούσε να διαβάσει, καθώς επρόκειτο, όπως πίστευε, για «έργα του διαβόλου», σχεδιασμένα για την παραπλάνηση των Ινδιάνων, ώστε να εμποδιστούν να ασπαστούν τον Χριστιανισμό.[7]
Οι δύο πράξεις του Λάντα, δηλαδή της συγγραφής του έργου του και της διεξαγωγής της Ιεράς Εξέτασης, ήταν μνημειώδεις: η μια ως βάση και πηγή για τη γνώση ενός χαμένου αρχαίου πολιτισμού και η άλλη όσον αφορά τις ιδέες και τις πράξεις της εποχής.[8]
Ο Λάντα ανέφερε ότι κάθε βιβλίο των Ινδιάνων αποτελείτο από ένα μεγάλο μακρύ διπλωμένο φύλλο χαρτιού, το οποίο έκλειναν ανάμεσα σε δύο σανίδες και το διακοσμούσαν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, η γραφή των Ινδιάνων απλωνόταν και στις δύο πλευρές του φύλλου και ακολουθούσε τις διπλώσεις του. Το χαρτί των βιβλίων των Μάγια ήταν κατασκευασμένο από τις ρίζες ενός δέντρου, το οποίο λεύκαιναν πριν το χρησιμοποιήσουν.[9]
Ο Λάντα ανέφερε ακόμη πως κατέγραψε ότι του μετέφερε ο μορφωμένος ευγενής με το όνομα Γκασπάρ Αντόνιο Τσι (1531–1610), ο οποίος του εξήγησε το ιερογλυφικό σύστημα του λαού του. Όμως πιθανόν ο επίσκοπος να άντλησε τις πληροφορίες του από κάποιον Νάτσι Κοκόμ, του οποίου τα οστά αργότερα ξέθαψε και έριξε στους αγρούς, καθώς είχε την υποψία ότι άσκησε τα αρχαία έθιμα των Μάγια, παρόλο που ήταν βαπτισμένος. Ο Λάντα, χωρίς να λάβει υπόψη την περίπτωση το σύστημα γραφής των Μάγια να είναι διαφορετικό από το ευρωπαϊκό, ζήτησε από τους πληροφοριοδότες του να εξηγήσουν και να γράψουν το αλφάβητό τους. Καθώς η γραφή των Μάγια, όταν διαβάζεται μεγαλόφωνα, είναι συλλαβική και όχι αλφαβητική (π.χ. «λα», αλλά ποτέ «λ»), το «αλφάβητο» που του δόθηκε είναι πράγματι ένας κατάλογος των συλλαβικών σημείων των Μάγια. Όμως θα περάσουν αιώνες πριν αυτό καταστεί κατανοητό και διαπιστωθεί πως ο συλλαβισμός των Μάγια ήταν ένα σημαντικό κλειδί για την αποκρυπτογράφηση. Επίσης, ο Λάντα κατέγραψε τα ονόματα των μηνών και των ημερών της γλώσσας των Μάγια, που τελικά οδήγησαν στη σωστή ερμηνεία των ημερολογιακών ιερογλυφικών.[10] Τελικά, ο Λάντα κρίθηκε αθώος για τις κατηγορίες που τον βάραιναν και επέστρεψε στο Γιουκατάν ως επίσκοπος της περιοχής το 1573.[11]
Πολύ λίγα βιβλία επιβίωσαν από τις πυρές του Λάντα. Ακόμη λιγότερα επιβίωσαν στο πέρασμα του χρόνου. Έπειτα από τη μεγάλη πυρά της τελετουργίας της Ιεράς Εξέτασης, υπήρξαν κάποιες προσπάθειες τα κλασικά κείμενα των Μάγια να ξαναγραφούν από μνήμης ή πιθανώς από αντίγραφα βιβλίων που έμεναν κρυμμένα. Τέτοια κείμενα είναι τα λεγόμενα Τσιλάμ Μπαλάμ. Η λέξη «τσιλάμ» σημαίνει τον ιερέα ή τον σαμάν και «μπαλάμ» σημαίνει ιαγουάρος, ο οποίος είναι ένας σημαντικός τίτλος.[12] Οι Μάγια ονόμαζαν τους παντοδύναμους ιερείς τους «τσιλάμ μπαλάμ», δηλαδή «ιαγουάρους ιερείς».[13] Αρκετά βιβλία Τσιλάμ Μπαλάμ βρίσκονται σε διάφορες πόλεις του Γιουκατάν. Τα πιο φημισμένα από αυτά είναι το Τσιλάμ Μπαλάμ του Τσουμαγιέλ και το Τσιλάμ Μπαλάμ του Τισιμίν.[14] Τα κείμενα αυτά αποτελούν έναν θησαυρό ιστορικών και εθνογραφικών πληροφοριών που εκτείνονται σε μια περίοδο πολλών αιώνων και είναι γραμμένα σε αρχαϊκή γλώσσα. Η χρονολόγησή τους καθίσταται δυσχερής λόγω των εσωτεριστικών, αριθμολογικών, αστρολογικών και θρησκευτικών εννοιών που περιέχουν. Γενικά, τα βιβλία αυτά εκφράζουν μια στάση απέναντι στον κόσμο και μια αίσθηση της ιστορίας ιδιάζουσες στον πολιτισμό των Μάγια.[15]
Άλλες σύντομες, αλλά σημαντικές αναφορές για τη φύση, το περιεχόμενο και τις χρήσεις της γραφής των Μάγια εμφανίζονται σε ορισμένες από τις Γεωγραφικές Περιγραφές του Γιουκατάν. Αυτά τα έγγραφα συντάχθηκαν ως απαντήσεις σε ένα ερωτηματολόγιο του ισπανικού στέμματος το 1577, καλύπτοντας ένα εύρος θεμάτων σχετικά με τη γεωγραφία, τους πόρους, την ιστορία και τους κατοίκους κάθε επαρχίας των περιοχών του Νέου Κόσμου. Το ερωτηματολόγιο παρουσιάστηκε από τον χρονικογράφο-κοσμογράφο του Συμβουλίου των Ινδιών, Χουάν Λοπέζ ντε Βελάσκο. Ο τελευταίος ακολουθώντας τα βήματα των πρώιμων προσπαθειών του ανώτερού του Χουάν ντε Οβάντο, συνέλεξε ένα corpus βασικών πληροφοριών σχετικά με τις αποικίες. Παρόλο που οι απαντήσεις από τους αξιωματούχους των αποικιών απείχαν πολύ από το να είναι πλήρεις, προέκυψε μια μεγάλη ποσότητα πληροφοριών, που αν κριθεί σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, συνιστά μια συστηματική γεωγραφική και εθνογραφική σύνοψη ενός μεγάλου τμήματος του Νέου Κόσμου.
Όταν συγκρίνονται με άλλες περιοχές, οι Γεωγραφικές Περιγραφές που προέρχονται από τους Μάγια Γιουκατέκ, παρουσιάζουν μερικές ιδιαιτερότητες. Σε αντίθεση με Γεωγραφικές Περιγραφές άλλων τμημάτων της Νέας Ισπανίας, δεν συγγράφηκαν από βασιλικούς αξιωματούχους, αλλά κυρίως από ενκομεντέρος,[16] γεγονός που εξηγεί την ύπαρξη κοινών Γεωγραφικών Περιγραφών σε πόλεις που ήταν διαχωρισμένες γεωγραφικά. Αυτές οι Γεωγραφικές Περιγραφές τείνουν να είναι σύντομες και επαναλαμβανόμενες, ενώ πολλές έχουν αντιγραφεί σε μεγάλο βαθμό από τις Γεωγραφικές Περιγραφές των πόλεων Μέριδα και Βαγιαδολίδ.
Οι Γεωγραφικές Περιγραφές της Μέριδα γράφτηκαν με τη βοήθεια Ινδιάνων πληροφοριοδοτών, επιλεγμένων ανάμεσα στους «καθίκες»[17] και στους άρχοντες των πόλεων. Η πιο σημαντική από αυτές συντάχθηκε από τον πληροφοριοδότη του Λάντα, Γκασπάρ Αντόνιο Τσι, γνωστό για την παιδεία και τη γνώση του των ισπανικών, των λατινικών και των μεξικανικών γλωσσών, εκτός της μητρικής του γλώσσας των Μάγια. Γενικά, ο Τσι συνεργάστηκε στενά με την ισπανική κοσμική και θρησκευτική εξουσία, υπηρετώντας ως διερμηνέας και δικηγόρος για τα θέματα των Ινδιάνων. Λόγω της γνώσης του πολιτισμού των αυτοχθόνων, ανατέθηκε σε αυτόν από το δημοτικό συμβούλιο της πόλης Μέριδα να συνδράμει, ώστε να συγκεντρωθούν απαντήσεις για ένα από τα ερωτηματολόγια του 1577.[18]
Συμπεραίνοντας, θα σημειώναμε, ότι κατά τον 16ο αιώνα η άρνηση της ύπαρξης γραφής στους λαούς του Νέου Κόσμου από τους Ευρωπαίους αποτελούσε μια μόνο όψη της σχετικής γραμματείας. Στην πραγματικότητα, οι Ευρωπαίοι παρατηρητές δήλωσαν σαφώς ότι οι Μάγια και οι Κινέζοι έχουν ένα είδος πρακτικής που μπορεί να θεωρηθεί ως γραφή. Οι Ευρωπαίοι δεν πίστευαν ότι οι τεχνικές της γραφής των Μάγια υπολείπονται σε σχέση με τις δικές τους, εφόσον, όταν αναφέρονται σε αυτές, χρησιμοποιούν πολλούς ευρωπαϊκούς όρους, π.χ. ζωγραφιές, χαρακτήρες, φιγούρες και οπωσδήποτε τις λέξεις: γράμματα και ιερογλυφικά.[19]




[1] Τα quipus, γνωστα και ως khipus ή ομιλούντες κόμβοι, ήταν συστήματα καταγραφής που χρησιμοποιούνταν στην περιοχή της Νότιας Αμερικής. Ένα quipu συνήθως αποτελείτο από χρωματιστά, στριφογυριστά και πολύκλωνα νήματα, κατασκευασμένα από μαλλί ή ίνες από καμηλοειδή.
[2] Stephen Houston–Oswaldo Chinchilla Marazieros–David Stuart, The decipherment of ancient maya writing, ό.π., 27.
[3] Μετάφραση Νίκος Πρατσίνης, στο Διέγο ντε Λάντα, Ο Πολιτισμός των Μάγια. Εξιστόρηση των πραγμάτων του Γιουκατάν, Στοχαστής, Αθήνα 1999 (4η έκδ.), 44.
[4] Joseph de Acosta, The Nature and Moral History of the Indies, vol. 2, Clemens R. Markham (ed.), Cambridge University Press, New York 2009 (1880), 396.
[5] Joseph de Acosta, The Nature and Moral History of the Indies, vol. 2, ό.π., 408.
[6] John F. Chuchiak, “In Servitio Dei: Fray Diego de Landa, The Franciscan Order, and the Return of the Extirpation of Idolatry in the Colonial Diocese of Yucatán, 15731579,” The Americas, Vol. 61:4 (April 2005), 614615. Πρβλ. Νίκος Πρατσίνης, «Εισαγωγή», στο Διέγο ντε Λάντα, Ο Πολιτισμός των Μάγια, ό.π., 27-31–Inga Celndinnen, Ambivalent Conquests. Maya and Spaniard in Yucatan, 15171570, Cambridge University Press, Cambridge 2003, 73-79.
[7] Για την ακρίβεια, ο Λάντα αναφέρει στο έργο του τα εξής: «Βρήκαμε στην κατοχή τους μεγάλον αριθμό βιβλίων μ’ αυτά τους τα γράμματα, κι επειδή δεν υπήρχε κανένα που να μην είχε δεισιδαιμονίες και ψευδολογίες του δαιμονίου, τους τα κάψαμε όλα, γεγονός που τους έδωσε να καταλάβουν και τους έτσουξε». Βλ. Διέγο ντε Λάντα, Ο Πολιτισμός των Μάγια, ό.π., 184.
[8] Friar Diego de Landa, Yucatan before and after the Conquest. William Gates (transl.), Dover, χ.τ., 1978 (1937), iii.
[9] Friar Diego de Landa, ό.π., 13.
[10] Lynn V. Foster, Handbook to life in the Ancient Mayan World, ό.π., 2789.
[11] Jill Rubalcaba, Empires of the Maya, ό.π., 10.
[12] Ο γραφέας των Μάγια μπορούσε να επιλέξει ανάμεσα σε τρεις τρόπους γραφής της λέξης «ιαγουάρος»: α) με το σχέδιο μιας κεφαλής ιαγουάρου ή ολόκληρη τη μορφή του ζώου β) χρησιμοποιώντας το συλλαβικό σύστημα και γράφοντας ιαγουάρος με ένα ιερογλυφικό αποτελούμενο από τρεις συλλαβές «μπα-λα-μα» (το «α» στο τέλος της λέξης δεν προφέρεται) και γ) με την ανάμιξη του συλλαβικού με το ιδεογραφικό σύστημα στην ίδια λέξη που θα είχε ως αποτέλεσμα η κεφαλή του ιαγουάρου να βρίσκεται μεταξύ των συλλαβών «μπα» και «μα» στη θέση της δεύτερης συλλαβής. Μερικοί μελετητές ονομάζουν αυτό το σύστημα ως «κείμενο γρίφος» (riddle script). Βλ. Maria Longhena, Maya Script, ό.π., 2324.
[13] Rebecca A. Stone, The Jaguar Within. Shamanic Trance in Ancient Central and South American Art, University of Texas Press, Austin 2011, 63.
[14] Στο ίδιο, 12.
[15] Munro S. Edmonson, The Ancient Future of the Itza-The Book of Chilam Balam of Tizimin, University of Texas Press, Austin 1982, xi.
[16] Δηλαδή αποίκους που είχαν ορισθεί από το ισπανικό στέμμα ως διαχειριστές των ενκομιέντας του Νέου Κόσμου. Ένας ακριβής ορισμός της ενκομιέντα είναι ο εξής: παραχώρηση περιοχής σε κάποιον που την κατέκτησε και παραχώρηση δικαιώματος νομής και διοίκησης (ως εκπόσωπος του στέμματος). Πρβλ. Διέγο ντε Λάντα, Ο Πολιτισμός των Μάγια. Εξιστόρηση των πραγμάτων του Γιουκατάν, ό.π., 5860. Οι ενκομιέντας έπαψαν να ισχύουν κυρίως ύστερα από τη χιλιανή επανάσταση των αυτοχθόνων του 1712. Σε όλη την ισπανική επικράτεια καταργήθηκαν οριστικά στα τέλη του 18ου αιώνα. Βλ. Rodolfo Urbina, “La rebelión indígena de 1712: los tributarios de Chiloé contra la encomienda”, Tiempo y espacio, Vol. 1, Departamento, Chillán 73–86. http://www.memoriachilena.cl/archivos2/pdfs/mc0008625.pdf (Επίσκεψη 20.8.2016).
[17] Τίτλος για τους ηγέτες ιθαγενών πληθυσμών στις περιοχές που οι Ισπανοί κατέκτησαν στο Δυτικό Ημισφαίριο. Στο αποικιοκρατούμενο Μεξικό, οι καθίκες και οι οικογένειές τους θεωρούνταν μέρος της μεξικανικής αριστοκρατίας, φέροντας συχνά το τιμητικό ισπανικό «δον» και «δόνα», ενώ μερικοί εξ αυτών κατείχαν ως εκ τούτου ιδιοκτησίες.
[18] Stephen Houston–Oswaldo Chinchilla Marazieros–David Stuart, The decipherment of ancient maya writing, ό.π., 35.
[19] Byron Ellsworth Hamann, “How Hieroglyphs Got Their Name: Egypt, Mexico, and China in Western Grammatology since the Fifteenth Century”, Proceedings of the American Philosophical Society, vol. 152, No. 1 (Mar., 2008), 1617.

Comments

Popular posts from this blog

ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΩΝ ΜΑΓΙΑ

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΠΑΝ

ΕΛ ΚΑΣΤΙΓΙΟ Η ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥΛΚΑΝ